χρηστόφιλος

χρηστόφιλος
χρηστό-φῐλος, ον,
A possessed of good friends, ib.38.
II trusty friend, opp. κακόφιλος, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).146.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρηστόφιλος — possessed of good friends masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστόφιλος — ον, Α 1. αυτός που έχει χρηστούς φίλους 2. έμπιστος φίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φίλος (< φίλος*), πρβλ. πονηρό φιλος] …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • χρηστοφιλία — ἡ, Α [χρηστόφιλος] φιλία με χρηστούς ανθρώπους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”